- ἠπητήριον
- ἠπητήριονneedleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπητήριον — ἠπητήριον, το (Α) [ηπητής] βελόνα για ράψιμο δερμάτων … Dictionary of Greek
ἠπητηρίου — ἠπητήριον needle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… … Dictionary of Greek
ηπήτριον — ἠπήτριον, τό (Α) το ηπητήριον … Dictionary of Greek